αργομισθία

αργομισθία
η
1. μισθοδοσία χωρίς να προσφέρεται υπηρεσία
2. ο μισθός τον οποίο παίρνει ο αργόμισθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργόμισθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αργομισθία — η το να είναι κανείς αργόμισθος (βλ. λ.), η θέση και ο μισθός του αργόμισθου: Ζητούσε από το νέο δήμαρχο όχι δουλειά, αλλά αργομισθία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”